- όρνιθα
- η курица
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
όρνιθα — όρνιθα, η και ορνίθι, το κότα, πουλάδα: Διώξε τις όρνιθες (ή τα ορνίθια) από τον κήπο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
όρνιθα — Το θηλυκό του πετεινού. Πουλί του γένους αλέκτωρ (gallus), της οικογένειας των φασιανιδών. Βλ. λ. πετεινός. * * * η (ΑΜ ὄρνις, ιθος, δωρ. και ιων. τ. ὄρνιξ, ιχος, κρητ. τ. ὄννις, ὁ, ἡ) (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) οι Όρνιθες τίτλος μιας από τις… … Dictionary of Greek
ὄρνιθα — ὄρνις ara masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄρνιθ' — ὄρνιθα , ὄρνις ara masc/fem acc sg ὄρνιθι , ὄρνις ara masc/fem dat sg ὄρνιθε , ὄρνις ara masc/fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
VESPERTILIO — inter immundas aves recensetur Sacro Scriptori, qui uti ab Aquila incepit, quae regina est avium, ita in Vespertilione desiit, quae naturae est ambiguae, et inter aves volucresque medium tenet locum, Levit. c. 11. v. 13. 19. Varro in Agathone,… … Hofmann J. Lexicon universale
κότα — και κόττα, η 1. το κατοικίδιο πτηνό όρνιθα 2. μτφ. ελαφρόμυαλη και κακόγουστα φανταχτερή γυναίκα 3. φρ. α) «η κότα έκανε το αβγό ή το αβγό την κότα» λέγεται για περιπτώσεις μεγάλου διλήμματος β) «κοιμάμαι με τις κότες» κοιμάμαι πολύ νωρίς γ)… … Dictionary of Greek
ορνίθειος — α, ο (Α ὀρνίθειος, εία, ον, θηλ. και ος) [όρνις, ιθος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην όρνιθα ή αυτός που προέρχεται από όρνιθα αρχ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ὀρνίθεια το κρέας πτηνού … Dictionary of Greek
ορνιθόμορφος — η, ο 1. αυτός που έχει τη μορφή πτηνού 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ορνιθόμορφα ζωολ. τάξη πτηνών στην οποία ανήκουν 7 οικογένειες με 251 είδη, μερικά από τα οποία είναι πολύ κοινά ή εξημερωμένα, όπως, λ.χ., η όρνιθα, ο φασιανός, η πέρδικα, το… … Dictionary of Greek
τιθάς — άδος, ἡ, Α (σε συνεκφορά με τη λ. ὄρνις) (ποιητ. τ.) όρνιθα εξημερωμένη, κατοικίδια όρνιθα. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχημ. από το ρ. τιθασεύω με επίθημα άς, άδος] … Dictionary of Greek
Eólico (dialecto) — Saltar a navegación, búsqueda Distribución de los dialectos griegos hacia el 400 a. C. 1 a 4: Eólico. 1: Eolia. 2: Lesbos. 3: Tesalia. 4: Beocia. El eólico es un dialecto del griego clásico que se hablaba en la costa de Asia … Wikipedia Español
MEDICAE Gallinae — maxime olim expetebantur ad seminium, utpote generis excellentis et magnitudinis haud vulgaris. Athenaeus, καὶ οἱ Περσ1ικοὶ ἀλεκτρυόνες, Et Persici galli: unde Περσικὸς ὄρνις, Persica avis absolute, gallus Hesychio. Aristophani Μῆδος ὄρνις,… … Hofmann J. Lexicon universale